απόδρομος

απόδρομος
ο (Α ἀπόδρομος)
1. η μικρή απόσταση που καλύπτει ο αθλητής προς τα πίσω για να πάρει φόρα
2. παράμερος δρόμος
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί να μετάσχει σε αγώνα δρόμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀπόδρομος — apart from the race masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόδρομον — ἀπόδρομος apart from the race masc/fem acc sg ἀπόδρομος apart from the race neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδρόμους — ἀπόδρομος apart from the race masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπόδρομοι — ἀπόδρομος apart from the race masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”